βρουχισμός
Смотреть что такое "βρουχισμός" в других словарях:
βρυχισμός — και βρουχισμός, ο [βρυχίζω και βρουχίζω] 1. βρυχηθμός 2. θρήνος, οδυρμός … Dictionary of Greek
βρυχισμός — και βρουχισμός, ο [βρυχίζω και βρουχίζω] 1. βρυχηθμός 2. θρήνος, οδυρμός … Dictionary of Greek